- αντιγραφικά
- τα плата за переписку, за копировку; стоимость переписки, копировки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντιγραφικός — ή, ό (Μ ἀντιγραφικός, ή, όν) ο κατάλληλος για αντιγραφή, ο αναφερόμενος στην αντιγραφή νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα αντιγραφικά η δαπάνη ή η αμοιβή για την αντιγραφή … Dictionary of Greek